- πένθιμος
- -η, -ο / πένθιμος, -ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑαυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθουςνεοελλ.1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω ένα πένθιμο τού φθινοπώρου δείλι», Ουράνης)2. μτφ. (για πρόσ.) κατηφής, θλιμμένος («πένθιμο ύφος»)3. φρ. «πένθιμος ενιαυτός»(νομ.) αναβλητικό κώλυμα γάμου τού βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που αφορούσε τις γυναίκες και, ιδίως, τις χήρες, τών οποίων ανέβαλλε ενδεχόμενο νέο γάμο για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία θανάτου τού συζύγου, ώστε να μην υπάρξει σύγχυσις γονής, δηλ. αμφιβολία για το ποιος είναι ο πατέρας τού παιδιούαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πένθιμαενδύματα πένθους.επίρρ...πενθίμως ΝΜ και πένθιμα Νμε τρόπο πένθιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσ-ιμος, σκόπ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.